- μαξιλαρώνω
- [μαξιλάρι]1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρια2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο ή ηθοποιό ρίχνοντας στη σκηνή τού θεάτρου τα μαξιλάρια τών καθισμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαξιλαρώνω — μαξιλάρωσα, μαξιλαρώθηκα, μαξιλαρωμένος, μτβ. 1. χτυπώ κάποιον με μαξιλάρι. 2. αποδοκιμάζω θεατρικό έργο, ηθοποιό ή αθλητή πετώντας τα μαξιλαράκια των καθισμάτων στη σκηνή ή στο γήπεδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαξιλάρωμα — το 1. το χτύπημα κάποιου με μαξιλάρια 2. η εξακόντιση τών μαξιλαριών τών καθισμάτων από τους θεατές κατά τής σκηνής τού θεάτρου ως τρόπος αποδοκιμασίας τού συγγραφέα ή τών ηθοποιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην… … Dictionary of Greek